Συστατικό
PEG-54 HYDROGENATED CASTOR OIL
Πληροφορίες για ουσία
Η «PEG» αναφέρεται σε ένα παράγωγο PEG-(πολυαιθυλενογλυκόλης). Ο αριθμός μετά το «PEG-» (ή ο πρώτος αριθμός μετά το «PEG/...-») αναφέρεται στον μέσο αριθμό μοριακών μονάδων -CH2-CH2-O-. Το "Hydrogenated" (υδρογονωμένο) σημαίνει: κατεργασμένο με υδρογόνο (υδρογονωμένο). Συστατικό με βάση το καστορέλαιο (risinus communis seed oil).
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
Έκδοχο για αρωματικά έλαια
Έκδοχο για αρωματικά έλαια /ή μέσων γεύσης
ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ - ΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ
Επιφανειοδραστικός παράγοντας για τον καθαρισμό της επιδερμίδας, των μαλλιών και/ή των δοντιών
ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ - ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ
Επιτρέπει τον σχηματισμό λεπτά διεσπαρμένων μιγμάτων ελαίου και νερού (γαλακτώματα)
Προέλευση
φυτικό/συνθετικό
Χρήση στα καλλυντικά
Τονωτικά προσώπου, προϊόντα μετά το ξύρισμα και τονωτικά μαλλιών, ως διαλύτης και διαλυτοποιητής για ενεργά συστατικά, αρωματικά έλαια και χρώματα, υγροσκοπικές ουσίες, βάση για κρέμες, ως ενισχυτικό της συνοχής, συνδετικός παράγοντας, μαλακτικός παράγοντας και σταθεροποιητικό μέσο
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Οι στερεές PEG χρησιμεύουν ως ενισχυτικά συνοχής σε κραγιόν και κρέμες, καθώς και ως υγροσπικές ουσίες. Είναι καλώς ανεκτές από το δέρμα και δεν είναι μικροβιολογικά ευαίσθητες, με αποτέλεσμα γενικά να μην είναι απαραίτητη η προσθήκη συντηρητικών. Οι πολυαιθυλενογλυκόλες (INCI: PEG-...) είναι προϊόντα πολυσυμπύκνωσης της αιθυλενογλυκόλης ή προϊόντα πολυμερισμού του αιθυλενοξειδίου. Ο αριθμός που προστίθεται στην ονομασία αναφέρεται στον μέσο αριθμό μονάδων αιθυλενοξειδίου στην ουσία. Η συνοχή των PEG παραγώγων γίνεται πιο στερεή όσο αυξάνεται ο βαθμός πολυμερισμού. Οι PEG με μέση μοριακή μάζα έως 600 g/mol είναι υγρές ουσίες, έως 1.000 g/mol ουσίες που μοιάζουν με κηρό, και από 4.000 g/mol στερεές ουσίες που μοιάζουν με κηρό. Με ανάμειξη στερεών και υγρών συστατικών, λαμβάνονται προϊόντα κρεμώδους σύστασης, τα οποία χρησιμοποιούνται ως βάσεις χωρίς νερό και βάσεις που ξεβγάζονται με νερό. Όσο αυξάνεται η μοριακή μάζα, τόσο μειώνονται η υδατοδιαλυτότητα και η υγροσκοπικότητα (ικανότητα απορρόφησης υγρασίας) των πολυαιθυλενογλυκολών. Οι Poyethylene glycols (πολυαιθυλενογλυκόλες) και τα παράγωγά τους χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στα καλλυντικά προϊόντα, καθώς έχουν ένα ευρύ φάσμα ιξώδους και διαλυτότητας και παρουσιάζουν πολύ καλή ανοχή από το δέρμα. Ως υδατοδιαλυτές μη λιπαρές ουσίες, οι πολυαιθυλενογλυκόλες είναι κατάλληλες για πολλούς καλλυντικούς σκοπούς. Οι υγρές PEG χρησιμεύουν, π.χ., ως υποκατάστατο της γλυκερίνης σε λοσιόν προσώπου, λοσιόν για το ξύρισμα και τα μαλλιά, ως διαλυτοποιητές και διαλύτες. Οι αρωματικές ουσίες ή τα μείγματα αρωματικών ουσιών αναφέρονται συχνά στον τομέα των καλλυντικών ως «αρωματικοί παράγοντες» ή «αρωματικά έλαια» ή «έλαια αρωμάτων». Στα καλλυντικά προϊόντα δηλώνονται με την ονομασία INCI «PARFUM». Πρόκειται για μη αραιωμένες μεμονωμένες ουσίες ή μείγματα αυτών που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες ή μπορούν να παραχθούν (ημι-) συνθετικά. Αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή αρωμάτων και κολωνιών (eau de parfum, eau de toilette, eau de cologne) και άλλων αρωματισμένων καλλυντικών προϊόντων. Η μέση περιεκτικότητα των αρωματικών ουσιών στο άρωμα ανέρχεται σε 15-30 %, στο eau de parfum σε 10-14 %, σε eau de toilette σε 6-9 %, σε eau de cologne σε 3-5 % όπως και σε κρέμες δέρματος, σαμπουάν, σπρέι για τα μαλλιά και αποσμητικά έως περίπου 0,2-1 % και περίπου 1-3 % στα αποσμητικά στικ. Τα αρωματικά έλαια περιλαμβάνουν αιθέρια έλαια, ρητινοειδή και απόλυτα έλαια. Οι πρώτες ύλες είναι, μεταξύ άλλων, λουλούδια, φύλλα και μίσχοι, φρούτα και φλούδες φρούτων ή ρίζες φυτών∙ ξύλα, χόρτα ή βότανα, βελόνες, ρητίνες και βάλσαμα. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται μόνο ενώσεις που απομονώνονται από φυσικά προϊόντα όπως αλδεΰδες, κετόνες, εστέρες, αλκοόλες κ.λπ. (γερανιόλη, κιτρονελλάλη, κιτράλη, ευγενόλη, μενθόλη) καθώς και ημι-συνθετικά (σιτρονελόλη, οξικός γερανυλεστέρας, ζονόνη) και συνθετικές οσμές ( π.χ. φαινυλαιθυλική αλκοόλη και λιναλοόλη). Οσμές ζωικής προέλευσης όπως ο μόσχος και η άμβρα χρησιμοποιούνται σπάνια μόνο. Το καστορέλαιο (INCI: RICINUS COMMUNIS SEED OIL) λαμβάνεται από τους σπόρους του δέντρου ρίκινος. Το καστορέλαιο χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλή περιεκτικότητα σε ένα ειδικό λιπαρό οξύ: το ρικινελαϊκό οξύ, ένα C18 λιπαρό οξύ που έχει στον C12 μια υδροξυλομάδα και στον C-9 έναν διπλό δεσμό. Το έλαιο σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται περαιτέρω ημισυνθετική κατεργασία προς διαλυτοποιητές, επιφανειοδραστικές ουσίες, γαλακτωματοποιητές και ενισχυτές της συνοχής. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες είναι οι λεγόμενες απορρυπαντικές ουσίες και έχουν μεγάλη σημασία στα καλλυντικά για τον καθαρισμό του δέρματος και των μαλλιών. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες είναι ουσίες οι οποίες, λόγω της μοριακής δομής τους, είναι σε θέση να μειώσουν την επιφανειακή τάση ενός υγρού. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατόν να αναμειχθούν στενά δύο ουσιαστικά μη αναμίξιμες ουσίες, όπως ένα έλαιο και νερό. Λόγω των ιδιοτήτων τους, οι επιφανειοδραστικές ουσίες έχουν πολλαπλές χρήσεις στα καλλυντικά: μπορούν να καθαρίσουν, να δημιουργήσουν αφρό και να λειτουργήσουν ως γαλακτωματοποιητές και να αναμείξουν ουσίες μεταξύ τους. Στα σαμπουάν, τα αφροντούς και τα σαπούνια, οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται, για παράδειγμα, για την απομάκρυνση από το σώμα των σωματιδίων λίπους και ρύπων με το νερό. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται επίσης στις οδοντόκρεμες, όπου προάγουν κατά τον καθαρισμό των δοντιών την ταχεία και πλήρη διάλυση και κατανομή της πάστας στο στόμα. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα παράγονται κυρίως συνθετικά με βάση φυτικές πρώτες ύλες. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται συχνά συνδυαστικά, ώστε να πληρούν εξίσου όλες τις επιθυμητές απαιτήσεις – όπως διάλυση της βρομιάς και σχηματισμό αφρού σε συνδυασμό με καλή ανοχή από το δέρμα – με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μέσω του έμπειρου συνδυασμού μιας επιφανειοδραστικής ουσίας, η οποία από μόνη της έχει δυσμενή ανοχή από το δέρμα αλλά πολύ καλή ιδιότητα αφαίρεσης ρύπων με μια πολύ ήπια επιφανειοδραστική ουσία που προστατεύει το δέρμα συνολικά, επιτυγχάνεται ένα προϊόν με καλές καθαριστικές ιδιότητες και εξίσου καλή ανοχή από το δέρμα. Οι γαλακτωματοποιητές χρησιμοποιούνται συχνά στα καλλυντικά ως έκδοχα. Επιτρέπουν σε ουσιαστικά μη αναμίξιμα συστατικά, όπως έλαιο και νερό, να μεταφερθούν σε ένα μόνιμα σταθερό γαλάκτωμα. Με αυτόν τον τρόπο τόσο η υδατική όσο και η ελαιώδης φροντίδα και τα ενεργά συστατικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ένα και το αυτό προϊόν στα καλλυντικά. Οι γαλακτωματοποιητές έχουν αυτή τη δράση επειδή τα μόριά τους συνίστανται από ένα λιπόφιλο και ένα υδρόφιλο μέρος. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να μειώσουν τη διεπιφανειακή τάση που υπάρχει στην πραγματικότητα μεταξύ δύο ασύμβατων ουσιών όπως το λίπος και το νερό. Πιο συγκεκριμένα, οι γαλακτωματοποιητές χρησιμοποιούνται για κρέμες, λοσιόν και καθαριστικούς παράγοντες. Προς το παρόν, οι γαλακτωματοποιητές είναι, όμως, κάτι περισσότερο από απλώς έκδοχα που διατηρούν ένα γαλάκτωμα σταθερό. Οι εστέρες λιπαρών οξέων με βάση σάκχαρα, λεκιθίνη ή μονοδιστεατική γλυκερίνη συμβάλλουν, για παράδειγμα, στη βελτίωση της ισορροπίας της υγρασίας του δέρματος και, επομένως, θεωρούνται επίσης ενεργά συστατικά των καλλυντικών.
Πληροφορίες για την ασφαλή χρήση
Claudia Fruijtier-Pölloth: Safety assessment on polyethylene glycols (PEGs) and their derivatives as used in cosmetic products. In: "Toxicology" (2005), No. 214, P. 1-38. Publisher: Elsevier Ireland Ltd.
Ανήκει στις παρακάτω ομάδες συστατικών
Ρυθμίζοντας τα Καλλυντικά
Τα συστατικά των καλλυντικών προϊόντων υπόκεινται σε κανονισμούς. Παρακαλώ σημειώστε ότι ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανονισμοί για τα συστατικά των καλλυντικών σε χώρες εκτός της ΕΕ.