Συστατικό
STEARIC ACID
Όνομα / περιγραφή
Στεατικό οξύ· Οκταδεκανοϊκό οξύ
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ
Ενισχύει την οσμή ενός προϊόντος και/ή αρωματίζει την επιδερμίδα
ΕΠΑΝΑΛΙΠΑΝΣΗ
Επαναφέρει τα λιπίδια στα μαλλιά ή στις ανώτερες στιβάδες του δέρματος
ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ - ΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ
Επιφανειοδραστικός παράγοντας για τον καθαρισμό της επιδερμίδας, των μαλλιών και/ή των δοντιών
ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ - ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ
Επιτρέπει τον σχηματισμό λεπτά διεσπαρμένων μιγμάτων ελαίου και νερού (γαλακτώματα)
ΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ
Καθαρίζει την επιδερμίδα, τα μαλλιά ή τα δόντια
ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΗΣ ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΟΣ
Βοηθά το σχηματισμό γαλακτώματος και βελτιώνει τη σταθερότητα του προϊόντος
Προέλευση
ζωϊκό/συνθετικό/φυτικό
Χρήση στα καλλυντικά
Σε πολλά γαλακτώματα και προϊόντα για το καθαρισμό του δέρματος και των μαλλιών
Χρήση σε άλλα προϊόντα
Πρώτη ύλη για την παραγωγή διαφορετικών επιφανειοδραστικών ουσιών και προσθέτων στην αυτοκινητοβιομηχανία και τη φαρμακοβιομηχανία∙ επίσης σε τρόφιμα (πρόσθετο E 570)
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Το στεατικό οξύ είναι ένα κορεσμένο καρβοξυλικό και/ή λιπαρό οξύ. Τα άλατα και οι εστέρες του ονομάζονται στεατικά. Το στεατικό οξύ μπορεί να ληφθεί με σαπωνοποίηση από φυτικά και ζωικά έλαια και λίπη. Το λίπος μαγειρεύεται μαζί με καυστική σόδα και υδρολύεται (διαχωρίζεται) προς γλυκερίνη, και τα άλατα νατρίου των λιπαρών οξέων (σάπωνας). Αυτά τα άλατα λιπαρών οξέων μεταφέρονται με ανόργανο οξύ πάλι σε ελεύθερα λιπαρά οξέα. Δεδομένου ότι τα λίπη περιέχουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα μείγμα διαφορετικών εστέρων γλυκερίνης από διάφορα λιπαρά οξέα, τα προϊόντα σαπωνοποίησης θα πρέπει να διαχωριστούν με σύνθετη απόσταξη ή να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται ως μείγμα. Οι αρωματικές ουσίες ή τα μείγματα αρωματικών ουσιών αναφέρονται συχνά στον τομέα των καλλυντικών ως «αρωματικοί παράγοντες» ή «αρωματικά έλαια» ή «έλαια αρωμάτων». Στα καλλυντικά προϊόντα δηλώνονται με την ονομασία INCI «PARFUM». Πρόκειται για μη αραιωμένες μεμονωμένες ουσίες ή μείγματα αυτών που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες ή μπορούν να παραχθούν (ημι-) συνθετικά. Αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή αρωμάτων και κολωνιών (eau de parfum, eau de toilette, eau de cologne) και άλλων αρωματισμένων καλλυντικών προϊόντων. Η μέση περιεκτικότητα των αρωματικών ουσιών στο άρωμα ανέρχεται σε 15-30 %, στο eau de parfum σε 10-14 %, σε eau de toilette σε 6-9 %, σε eau de cologne σε 3-5 % όπως και σε κρέμες δέρματος, σαμπουάν, σπρέι για τα μαλλιά και αποσμητικά έως περίπου 0,2-1 % και περίπου 1-3 % στα αποσμητικά στικ. Τα αρωματικά έλαια περιλαμβάνουν αιθέρια έλαια, ρητινοειδή και απόλυτα έλαια. Οι πρώτες ύλες είναι, μεταξύ άλλων, λουλούδια, φύλλα και μίσχοι, φρούτα και φλούδες φρούτων ή ρίζες φυτών∙ ξύλα, χόρτα ή βότανα, βελόνες, ρητίνες και βάλσαμα. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται μόνο ενώσεις που απομονώνονται από φυσικά προϊόντα όπως αλδεΰδες, κετόνες, εστέρες, αλκοόλες κ.λπ. (γερανιόλη, κιτρονελλάλη, κιτράλη, ευγενόλη, μενθόλη) καθώς και ημι-συνθετικά (σιτρονελόλη, οξικός γερανυλεστέρας, ζονόνη) και συνθετικές οσμές ( π.χ. φαινυλαιθυλική αλκοόλη και λιναλοόλη). Οσμές ζωικής προέλευσης όπως ο μόσχος και η άμβρα χρησιμοποιούνται σπάνια μόνο. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες είναι οι λεγόμενες απορρυπαντικές ουσίες και έχουν μεγάλη σημασία στα καλλυντικά για τον καθαρισμό του δέρματος και των μαλλιών. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες είναι ουσίες οι οποίες, λόγω της μοριακής δομής τους, είναι σε θέση να μειώσουν την επιφανειακή τάση ενός υγρού. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατόν να αναμειχθούν στενά δύο ουσιαστικά μη αναμίξιμες ουσίες, όπως ένα έλαιο και νερό. Λόγω των ιδιοτήτων τους, οι επιφανειοδραστικές ουσίες έχουν πολλαπλές χρήσεις στα καλλυντικά: μπορούν να καθαρίσουν, να δημιουργήσουν αφρό και να λειτουργήσουν ως γαλακτωματοποιητές και να αναμείξουν ουσίες μεταξύ τους. Στα σαμπουάν, τα αφροντούς και τα σαπούνια, οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται, για παράδειγμα, για την απομάκρυνση από το σώμα των σωματιδίων λίπους και ρύπων με το νερό. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται επίσης στις οδοντόκρεμες, όπου προάγουν κατά τον καθαρισμό των δοντιών την ταχεία και πλήρη διάλυση και κατανομή της πάστας στο στόμα. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα παράγονται κυρίως συνθετικά με βάση φυτικές πρώτες ύλες. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται συχνά συνδυαστικά, ώστε να πληρούν εξίσου όλες τις επιθυμητές απαιτήσεις – όπως διάλυση της βρομιάς και σχηματισμό αφρού σε συνδυασμό με καλή ανοχή από το δέρμα – με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μέσω του έμπειρου συνδυασμού μιας επιφανειοδραστικής ουσίας, η οποία από μόνη της έχει δυσμενή ανοχή από το δέρμα αλλά πολύ καλή ιδιότητα αφαίρεσης ρύπων με μια πολύ ήπια επιφανειοδραστική ουσία που προστατεύει το δέρμα συνολικά, επιτυγχάνεται ένα προϊόν με καλές καθαριστικές ιδιότητες και εξίσου καλή ανοχή από το δέρμα. Οι γαλακτωματοποιητές χρησιμοποιούνται συχνά στα καλλυντικά ως έκδοχα. Επιτρέπουν σε ουσιαστικά μη αναμίξιμα συστατικά, όπως έλαιο και νερό, να μεταφερθούν σε ένα μόνιμα σταθερό γαλάκτωμα. Με αυτόν τον τρόπο τόσο η υδατική όσο και η ελαιώδης φροντίδα και τα ενεργά συστατικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ένα και το αυτό προϊόν στα καλλυντικά. Οι γαλακτωματοποιητές έχουν αυτή τη δράση επειδή τα μόριά τους συνίστανται από ένα λιπόφιλο και ένα υδρόφιλο μέρος. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να μειώσουν τη διεπιφανειακή τάση που υπάρχει στην πραγματικότητα μεταξύ δύο ασύμβατων ουσιών όπως το λίπος και το νερό. Πιο συγκεκριμένα, οι γαλακτωματοποιητές χρησιμοποιούνται για κρέμες, λοσιόν και καθαριστικούς παράγοντες. Προς το παρόν, οι γαλακτωματοποιητές είναι, όμως, κάτι περισσότερο από απλώς έκδοχα που διατηρούν ένα γαλάκτωμα σταθερό. Οι εστέρες λιπαρών οξέων με βάση σάκχαρα, λεκιθίνη ή μονοδιστεατική γλυκερίνη συμβάλλουν, για παράδειγμα, στη βελτίωση της ισορροπίας της υγρασίας του δέρματος και, επομένως, θεωρούνται επίσης ενεργά συστατικά των καλλυντικών.
Ανήκει στις παρακάτω ομάδες συστατικών
Ρυθμίζοντας τα Καλλυντικά
Τα συστατικά των καλλυντικών προϊόντων υπόκεινται σε κανονισμούς. Παρακαλώ σημειώστε ότι ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανονισμοί για τα συστατικά των καλλυντικών σε χώρες εκτός της ΕΕ.