Συστατικό
BUTYLENE GLYCOL
Όνομα / περιγραφή
Βουτυλενολυκόλη (1,3-Βουτανοδιόλη)
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ
Ενισχύει την οσμή ενός προϊόντος και/ή αρωματίζει την επιδερμίδα
ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Διαλύει άλλες ουσίες
ΜΑΛΑΚΤΙΚΟ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Διατηρεί την επιδερμίδα σε καλή κατάσταση
ΜΕΣΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΙΞΩΔΟΥΣ
Αυξάνει ή μειώνει το ιξώδες των καλλυντικών προϊόντων
ΥΓΡΟΣΚΟΠΙΚΟ
Συγκρατεί και διατηρεί την υγρασία στα καλλυντικά προϊόντα
Προέλευση
συνθετικό/φυτικό
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Η βουτυλενογλυκόλη είναι μια δισθενής αλκοόλη από χημική άποψη. Οι αλκοόλες όπως η βουτυλενογλυκόλη είναι, μαζί με το νερό, οι πιο σημαντικοί διαλύτες στα καλλυντικά παρασκευάσματα. Η βουτυλενογλυκόλη χρησιμοποιείται κυρίως ως υγροσκοπικό για γαλακτώματα Ε/Ν. Οι αλκοόλες είναι γενικά υδροξυλικά παράγωγα αλειφατικών και αλεικυκλικών κορεσμένων και ακόρεστων υδρογονανθράκων. Οι χημικές ονομασίες προέρχονται από αυτές των μητρικών υδρογονανθράκων με την προσθήκη της κατάληξης -όλη. Ανάλογα με τον αριθμό των ομάδων ΟΗ που περιέχονται στο μόριο, ονομάζονται μονοϋδρικές, δισθενείς (διόλες) ή τρισθενείς (τριόλες) αλκοόλες. Ανάλογα με τη θέση της(των) ομάδας(ων) ΟΗ στο μόριο γίνεται διάκριση μεταξύ πρωτοταγών, δευτεροταγών και τριτοταγών αλκοολών. Ως συστατικά στα καλλυντικά προϊόντα χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα οι ακόλουθες αλκοόλες: Αιθυλική αλκοόλη (αιθανόλη) και ισοπροπυλική αλκοόλη (ισοπροπανόλη) καθώς και οι πολυσθενείς αλκοόλες γλυκερίνη (γλυκερόλη), προπυλενογλυκόλη, βουτυλενογλυκόλη, πεντυλενογλυκόλη και εξυλενογλυκόλη. Οι αρωματικές ουσίες ή τα μείγματα αρωματικών ουσιών αναφέρονται συχνά στον τομέα των καλλυντικών ως «αρωματικοί παράγοντες» ή «αρωματικά έλαια» ή «έλαια αρωμάτων». Στα καλλυντικά προϊόντα δηλώνονται με την ονομασία INCI «PARFUM». Πρόκειται για μη αραιωμένες μεμονωμένες ουσίες ή μείγματα αυτών που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες ή μπορούν να παραχθούν (ημι-) συνθετικά. Αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή αρωμάτων και κολωνιών (eau de parfum, eau de toilette, eau de cologne) και άλλων αρωματισμένων καλλυντικών προϊόντων. Η μέση περιεκτικότητα των αρωματικών ουσιών στο άρωμα ανέρχεται σε 15-30 %, στο eau de parfum σε 10-14 %, σε eau de toilette σε 6-9 %, σε eau de cologne σε 3-5 % όπως και σε κρέμες δέρματος, σαμπουάν, σπρέι για τα μαλλιά και αποσμητικά έως περίπου 0,2-1 % και περίπου 1-3 % στα αποσμητικά στικ. Τα αρωματικά έλαια περιλαμβάνουν αιθέρια έλαια, ρητινοειδή και απόλυτα έλαια. Οι πρώτες ύλες είναι, μεταξύ άλλων, λουλούδια, φύλλα και μίσχοι, φρούτα και φλούδες φρούτων ή ρίζες φυτών∙ ξύλα, χόρτα ή βότανα, βελόνες, ρητίνες και βάλσαμα. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται μόνο ενώσεις που απομονώνονται από φυσικά προϊόντα όπως αλδεΰδες, κετόνες, εστέρες, αλκοόλες κ.λπ. (γερανιόλη, κιτρονελλάλη, κιτράλη, ευγενόλη, μενθόλη) καθώς και ημι-συνθετικά (σιτρονελόλη, οξικός γερανυλεστέρας, ζονόνη) και συνθετικές οσμές ( π.χ. φαινυλαιθυλική αλκοόλη και λιναλοόλη). Οσμές ζωικής προέλευσης όπως ο μόσχος και η άμβρα χρησιμοποιούνται σπάνια μόνο.