Συστατικό
COCAMIDOPROPYL BETAINE
Όνομα / περιγραφή
Κοκαμιδοπροπυλ βεταΐνη· Υδροξείδια του N-(Καρβοξυμεθυλ)-N,N-διμεθυλ-2-[(1-οξοκοκοαλκυλ)αμινο]-1-προπαναμίνιου
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
ΑΝΤΙΣΤΑΤΙΚΟ
Μειώνει τα ηλεκτροστατικά φορτία (π.χ. των μαλλιών)
ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ - ΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ
Επιφανειοδραστικός παράγοντας για τον καθαρισμό της επιδερμίδας, των μαλλιών και/ή των δοντιών
ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΔΡΑΣΤΙΚΗ ΟΥΣΙΑ - ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΟ ΑΦΡΙΣΜΟΥ
Βελτιώνει την ποιότητα του αφρού αυξάνοντας τον όγκο, τη δομή και/ή την αντοχή
ΜΑΛΑΚΤΙΚΟ ΜΑΛΛΙΩΝ
Αφήνει τα μαλλιά ευκολοχτένιστα, ελαστικά, απαλά και λαμπερά και/ή προσδίδει όγκο
ΜΕΣΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΙΞΩΔΟΥΣ
Αυξάνει ή μειώνει το ιξώδες των καλλυντικών προϊόντων
Προέλευση
συνθετικό/φυτικό
Χρήση στα καλλυντικά
Σαμπουάν, αφροντούς, αφρόλουτρα, υγρά σαπούνια, λοσιόν καθαρισμού για την ευαίσθητη περιοχή, επίσης βρεφικά σαμπουάν και αφρόλουτρα
Χρήση σε άλλα προϊόντα
Προϊόντα καθαρισμού
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Η κοκοβεταΐνη είναι μια επαμφοτερίζουσα επιφανειοδραστική ουσία (αμφοτερική επιφανειοδραστική ουσία) από την ομάδα της αλκυλαμιδοβεταΐνης. Η υδατοδιαλυτότητα των αμφοτερικών επιφανειοδραστικών ουσιών καθορίζεται από ένα θετικό και ταυτόχρονα αρνητικό φορτίο στην κεφαλή του μορίου∙ συνεπώς, υπάρχει ένα διπολικό ιόν που είναι ουδέτερο προς το περιβάλλον. Οι αμφοτερικές επιφανειοδραστικές ουσίες μπορούν να είναι δραστικές ως ανιόν ή κατιόν σε ένα υδατικό διάλυμα ανάλογα με την τιμή του pH. Οι βεταΐνες έχουν καλή καθαριστική ισχύ και είναι ελαφρώς βακτηριοκτόνες με καλή ανοχή από το δέρμα και τη βλεννογόνο μεμβράνη∙ δημιουργούν σταθερό αφρό, έχουν δράση αύξησης του ιξώδους και είναι βιοδιασπώμενες. Χρησιμοποιούνται ως βασικές και βοηθητικές επιφανειοδραστικές ουσίες για σαμπουάν, αφροντούς, διαλύματα καθαρισμού της ευαίσθητης περιοχής, αφρόλουτρα και υγρά. Λόγω της καλής ανοχής τους από τις βλεννογόνους είναι επίσης κατάλληλες για βρεφικά σαμπουάν και αφρόλουτρα. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες είναι οι λεγόμενες απορρυπαντικές ουσίες και έχουν μεγάλη σημασία στα καλλυντικά για τον καθαρισμό του δέρματος και των μαλλιών. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες είναι ουσίες οι οποίες, λόγω της μοριακής δομής τους, είναι σε θέση να μειώσουν την επιφανειακή τάση ενός υγρού. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατόν να αναμειχθούν στενά δύο ουσιαστικά μη αναμίξιμες ουσίες, όπως ένα έλαιο και νερό. Λόγω των ιδιοτήτων τους, οι επιφανειοδραστικές ουσίες έχουν πολλαπλές χρήσεις στα καλλυντικά: μπορούν να καθαρίσουν, να δημιουργήσουν αφρό και να λειτουργήσουν ως γαλακτωματοποιητές και να αναμείξουν ουσίες μεταξύ τους. Στα σαμπουάν, τα αφροντούς και τα σαπούνια, οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται, για παράδειγμα, για την απομάκρυνση από το σώμα των σωματιδίων λίπους και ρύπων με το νερό. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται επίσης στις οδοντόκρεμες, όπου προάγουν κατά τον καθαρισμό των δοντιών την ταχεία και πλήρη διάλυση και κατανομή της πάστας στο στόμα. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά προϊόντα παράγονται κυρίως συνθετικά με βάση φυτικές πρώτες ύλες. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες χρησιμοποιούνται συχνά συνδυαστικά, ώστε να πληρούν εξίσου όλες τις επιθυμητές απαιτήσεις – όπως διάλυση της βρομιάς και σχηματισμό αφρού σε συνδυασμό με καλή ανοχή από το δέρμα – με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Μέσω του έμπειρου συνδυασμού μιας επιφανειοδραστικής ουσίας, η οποία από μόνη της έχει δυσμενή ανοχή από το δέρμα αλλά πολύ καλή ιδιότητα αφαίρεσης ρύπων με μια πολύ ήπια επιφανειοδραστική ουσία που προστατεύει το δέρμα συνολικά, επιτυγχάνεται ένα προϊόν με καλές καθαριστικές ιδιότητες και εξίσου καλή ανοχή από το δέρμα.
Γιατί μιλάμε για αυτό;
Το Παράρτημα III του Ευρωπαϊκού Κανονισμού για τα Καλλυντικά Προϊόντα ορίζει ανώτατα όρια για τα επίπεδα νιτροζαμινών στις μονο- και τρι- αλκυλαμίνες και -αλκανολαμίνες και σε διαλκυλαμίνες και διαλκανολαμίδες λιπαρών οξέων. Ο σχηματισμός των σχετικών νιτροζαμινών μπορεί να συμβεί με την αντίδραση δευτερογενών αμινοενώσεων που περιέχονται ως προσμείξεις σε τέτοια συστατικά με παράγοντες νιτροδίωσης (με νιτρώδη∙ αντίδραση νιτρώσεως). Οι νιτροζαμίνες, οι οποίες είναι δυνητικά καρκινογόνα συστατικά, ενδέχεται να εμφανιστούν σε αναπόφευκτα ίχνη στο καλλυντικό προϊόν μετά την παρασκευή του. Τα δεδομένα: Υπάρχει μια παγκόσμια στρατηγική κατά του σχηματισμού νιτροζαμινών, βασιζόμενη στους κανονισμούς για τα καλλυντικά και στις συστάσεις επαγγελματικών φορέων (1 και 2). Αυτή η στρατηγική καλύπτει τις πρώτες ύλες (η καθαρότητα των οποίων ελέγχεται για τον περιορισμό των προσμείξεων), τη διαδικασία παραγωγής, την αποθήκευση και το τελικό προϊόν. Η επιλογή συστατικών με χαμηλή δυνατότητα νιτρώσεως είναι επίσης κρίσιμη (2). Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων, τα επίπεδα νιτροζαμινών προσδιορίζονται στις πρώτες ύλες και στο τελικό προϊόν. Για να περιοριστεί ο σχηματισμός νιτροζαμινών, είναι επίσης δυνατό να προστεθούν συστατικά στη φόρμουλα που θα αποτρέψουν αυτήν την αντίδραση. Η παρασκευή καλλυντικών είναι μια αυστηρή επιστήμη με πολλούς περιορισμούς, των οποίων άριστο παράδειγμα αποτελεί η διαχείριση της νιτροζαμίνης. Βασικά σημεία που πρέπει να γνωρίζετε: Ο σχηματισμός νιτροζαμινών είναι ένα πολύ καλά ρυθμισμένο ζήτημα στην παρασκευή καλλυντικών προϊόντων, από τις πρώτες ύλες έως τα τελικά προϊόντα. Λαμβάνονται όλες οι προφυλάξεις για να αποφευχθεί ο σχηματισμός τους. Πηγές: (1) Opinion of the European Scientific Committee on Consumer Safety (SCCS): SCCS/1458/11 - Opinion on Nitrosamines and Secondary Amines in Cosmetic Products: https://ec.europa.eu/health/scientific_committees/consumer_safety/docs/sccs_o_090.pdf (2) COSMETICS EUROPE: Technical guidance document on minimising and determining nitrosamines in cosmetics, 2009: https://cosmeticseurope.eu/download/TjBjaHR5ekxhQ0Vxbkc1eEtKU2NTdz09
Επιπλέον πληροφορίες
Για τη διευκρίνιση, εάν υπάρχει υποψία για αλλεργία εξ επαφής, αυτή η ουσία μπορεί να ελεγχθεί με μια τυπική επιδερμική δοκιμασία στον δερματολόγο.
Ανήκει στις παρακάτω ομάδες συστατικών
Ρυθμίζοντας τα Καλλυντικά
Τα συστατικά των καλλυντικών προϊόντων υπόκεινται σε κανονισμούς. Παρακαλώ σημειώστε ότι ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανονισμοί για τα συστατικά των καλλυντικών σε χώρες εκτός της ΕΕ.