Συστατικό
COCOS NUCIFERA OIL
Όνομα του φυτού
Κόκος ο καρυοφόρος
Είδος παρασκευάσματος
Λίπος ή αιθέριο έλαιο
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ
Ενισχύει την οσμή ενός προϊόντος και/ή αρωματίζει την επιδερμίδα
ΜΑΛΑΚΤΙΚΟ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Διατηρεί την επιδερμίδα σε καλή κατάσταση
ΜΑΛΑΚΤΙΚΟ ΜΑΛΛΙΩΝ
Αφήνει τα μαλλιά ευκολοχτένιστα, ελαστικά, απαλά και λαμπερά και/ή προσδίδει όγκο
Προέλευση
φυτικά
Χρήση στα καλλυντικά
Προϊόντα φροντίδας του δέρματος και των μαλλιών
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Το έλαιο καρύδας (INCI: COCOS NUCIFERA (COCONUT) OIL) λαμβάνεται από την πούλπα της καρύδας. Δεδομένου ότι το έλαιο καρύδας είναι στερεό σε θερμοκρασία περιβάλλοντος, συχνά αναφέρεται και ως λίπος καρύδας. Το έλαιο καρύδας περιέχει πολλές ουσίες που το καθιστούν ιδιαίτερα κατάλληλο ως φυσικό ενυδατικό στη φροντίδα του δέρματος. Λόγω του υψηλού ποσοστού ακόρεστων λιπαρών οξέων, είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για το ξηρό δέρμα. Επιπλέον, περιέχει βιταμίνη Ε, ένα αντιοξειδωτικό που βοηθά στην καταπολέμηση της πρόωρης γήρανσης του δέρματος. Επιπλέον, το έλαιο καρύδας περιέχει επίσης λαυρικό οξύ που έχει αντιμικροβιακές ιδιότητες. Τα μαλλιά, επίσης, μπορούν να ωφεληθούν από το έλαιο καρύδας, καθώς εξασφαλίζει ακόμα περισσότερη λάμψη και καταπραΰνει το ευαίσθητο τριχωτό της κεφαλής. Με βάση αυτές τις πολλές ιδιότητες φροντίδας του δέρματος και των μαλλιών, το έλαιο καρύδας χρησιμοποιείται τόσο ως καθαρό έλαιο όσο και ως ενεργό συστατικό σε πολλά καλλυντικά προϊόντα, όπως κρέμες προσώπου, λοσιόν σώματος ή σαμπουάν. Επιπλέον, το έλαιο καρύδας είναι (όπως για παράδειγμα και το φοινικοπυρηνέλαιο) μια σημαντική φυσική πρώτη ύλη για την παραγωγή άλλων ελαιοχημικών προϊόντων που χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως ως καλλυντικά συστατικά. Οι αρωματικές ουσίες ή τα μείγματα αρωματικών ουσιών αναφέρονται συχνά στον τομέα των καλλυντικών ως «αρωματικοί παράγοντες» ή «αρωματικά έλαια» ή «έλαια αρωμάτων». Στα καλλυντικά προϊόντα δηλώνονται με την ονομασία INCI «PARFUM». Πρόκειται για μη αραιωμένες μεμονωμένες ουσίες ή μείγματα αυτών που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες ή μπορούν να παραχθούν (ημι-) συνθετικά. Αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή αρωμάτων και κολωνιών (eau de parfum, eau de toilette, eau de cologne) και άλλων αρωματισμένων καλλυντικών προϊόντων. Η μέση περιεκτικότητα των αρωματικών ουσιών στο άρωμα ανέρχεται σε 15-30 %, στο eau de parfum σε 10-14 %, σε eau de toilette σε 6-9 %, σε eau de cologne σε 3-5 % όπως και σε κρέμες δέρματος, σαμπουάν, σπρέι για τα μαλλιά και αποσμητικά έως περίπου 0,2-1 % και περίπου 1-3 % στα αποσμητικά στικ. Τα αρωματικά έλαια περιλαμβάνουν αιθέρια έλαια, ρητινοειδή και απόλυτα έλαια. Οι πρώτες ύλες είναι, μεταξύ άλλων, λουλούδια, φύλλα και μίσχοι, φρούτα και φλούδες φρούτων ή ρίζες φυτών∙ ξύλα, χόρτα ή βότανα, βελόνες, ρητίνες και βάλσαμα. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται μόνο ενώσεις που απομονώνονται από φυσικά προϊόντα όπως αλδεΰδες, κετόνες, εστέρες, αλκοόλες κ.λπ. (γερανιόλη, κιτρονελλάλη, κιτράλη, ευγενόλη, μενθόλη) καθώς και ημι-συνθετικά (σιτρονελόλη, οξικός γερανυλεστέρας, ζονόνη) και συνθετικές οσμές ( π.χ. φαινυλαιθυλική αλκοόλη και λιναλοόλη). Οσμές ζωικής προέλευσης όπως ο μόσχος και η άμβρα χρησιμοποιούνται σπάνια μόνο.
Ανήκει στις παρακάτω ομάδες συστατικών
Ρυθμίζοντας τα Καλλυντικά
Τα συστατικά των καλλυντικών προϊόντων υπόκεινται σε κανονισμούς. Παρακαλώ σημειώστε ότι ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανονισμοί για τα συστατικά των καλλυντικών σε χώρες εκτός της ΕΕ.