Συστατικό
ALCOHOL
Όνομα / περιγραφή
Αλκοόλη· Αιθανόλη
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
ΑΝΤΙΑΦΡΙΣΤΙΚΟ
Καταστέλλει τον αφρισμό κατά τη διάρκεια της παραγωγής ή της εφαρμογής των καλλυντικών προϊόντων
ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟ
Βοηθά στον έλεγχο της ανάπτυξης μικροοργανισμών (π.χ. βακτήριων και μυκήτων)
ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ
Ενισχύει την οσμή ενός προϊόντος και/ή αρωματίζει την επιδερμίδα
ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Διαλύει άλλες ουσίες
ΜΕΣΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΙΞΩΔΟΥΣ
Αυξάνει ή μειώνει το ιξώδες των καλλυντικών προϊόντων
ΣΤΥΠΤΙΚΟ
Συστέλλει και/ή συσφίγγει την επιδερμίδα
Προέλευση
συνθετικό/φυτικό
Χρήση στα καλλυντικά
Σε πολλά προϊόντα όπως αρώματα, ανθόνερα, κρέμες για το δέρμα, κρέμες ξυρίσματος και αντηλιακά
Χρήση σε άλλα προϊόντα
Σε τρόφιμα, ως διεγερτικό, σε προϊόντα καθαρισμού στο σπίτι και στη βιομηχανία, φαρμακευτικά προϊόντα, απολυμαντικά
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Η αλκοόλη χρησιμεύει ως άοσμος διαλύτης. Στα αποσμητικά και τα προϊόντα μετά το ξύρισμα έχει αναζωογονητική και ευχάριστα δροσιστική δράση. Στα αρώματα η αλκοόλη υποστηρίζει την οσμή του αρώματος∙ όλα τα αρωματικά έλαια είναι εύκολα διαλυτά σε αυτή και επομένως μπορούν να αναπτύξουν τις αρωματικές ιδιότητές τους στον βέλτιστο βαθμό. Επιπλέον, η αλκοόλη έχει υποστηρικτική δράση στη συντήρηση των καλλυντικών προϊόντων (έως 10 %) και/ή πλήρως συντηρητική δράση στο τελικό προϊόν (σε ένα εύρος από 15 έως 20 %). Η αλκοόλη παραμένει μόνο για μικρό χρονικό διάστημα επάνω στο δέρμα, καθώς είναι πολύ πτητική και εξατμίζεται γρήγορα. Σε διάφορα προϊόντα, η αλκοόλη χρησιμοποιείται στην ακόλουθη συγκέντρωση: Στα αρώματα για τη διάλυση των αρωματικών ελαίων (έως περίπου 80 %), στα προϊόντα μετά το ξύρισμα με αντιμικροβιακή και/ή στυπτική δράση (βελτιστοποίηση του δέρματος) (έως περίπου 60 %), σε αποσμητικά (roll-on και αντλίες) και αποσμητικά σπρέι χρησιμεύει κυρίως για τη διάλυση των συστατικών και τη δράση φρεσκάδας (40 έως περίπου 80 %), στις βαφές μαλλιών για τη διάλυση των πρόδρομων χρωστικών της βαφής (περίπου 5 έως 12%) και στη στοματική φροντίδα για έτοιμα προς χρήση στοματικά διαλύματα (έως 10 %) καθώς και σε συμπυκνώματα για στοματικά υγρά έκπλυσης (mouth water) (έως 25 %). Στον τομέα της φροντίδας των μαλλιών, η αλκοόλη χρησιμεύει, συγκεκριμένα, για τη διάλυση των συστατικών και επιπλέον ενισχύει τις ιδιότητες στεγνώματος και την απόδοση του προϊόντος φροντίδας μαλλιών. Στα αερολύματα, η αλκοόλη χρησιμοποιείται, συγκεκριμένα, σε σπρέι μαλλιών (έως 60 %) και σε χαμηλότερη μόνο συγκέντρωση σε αφρούς (έως 5 %). Στα προϊόντα μαλλιών με δοσομετρητές αντλίας (περίπου 40 %), τζελ μαλλιών και μαλακτικά μαλλιών (2 έως περίπου 20 %) χρησιμεύει για τη διάλυση των πολυμερών φορμαρίσματος, σε υγρό για τις άκρες των μαλλιών (περίπου 15 %) για τη διάλυση των ενεργών συστατικών. Η αλκοόλη για ανθρώπινη κατανάλωση φορολογείται στην ΕΕ. Η αφορολόγητη αιθανόλη είναι, επομένως, μετουσιωμένη. Κατά τη διάρκεια της μετουσίωσης η αλκοόλη τροποποιείται ως προς τη φυσική της οσμή, γεύση ή/και εμφάνιση (χρώμα) με την προσθήκη των λεγόμενων μετουσιωτικών. Το μετουσιωτικό είναι ασφαλές για την καλλυντική εφαρμογή αλλά εμποδίζει την κατανάλωση της αλκοόλης λόγω της δυσάρεστης γεύσης του. Η ονομασία INCI ALCOHOL DENAT. σημαίνει μετουσιωμένη αλκοόλη. Οι αλκοόλες είναι γενικά υδροξυλικά παράγωγα αλειφατικών και αλεικυκλικών κορεσμένων και ακόρεστων υδρογονανθράκων. Οι χημικές ονομασίες προέρχονται από αυτές των μητρικών υδρογονανθράκων με την προσθήκη της κατάληξης -όλη. Ανάλογα με τον αριθμό των ομάδων ΟΗ που περιέχονται στο μόριο, ονομάζονται μονοϋδρικές, δισθενείς (διόλες) ή τρισθενείς (τριόλες) αλκοόλες. Ανάλογα με τη θέση της(των) ομάδας(ων) ΟΗ στο μόριο γίνεται διάκριση μεταξύ πρωτοταγών, δευτεροταγών και τριτοταγών αλκοολών. Ως συστατικά στα καλλυντικά προϊόντα χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα οι ακόλουθες αλκοόλες: Αιθυλική αλκοόλη (αιθανόλη) και ισοπροπυλική αλκοόλη (ισοπροπανόλη) καθώς και οι πολυσθενείς αλκοόλες γλυκερίνη (γλυκερόλη), προπυλενογλυκόλη, βουτυλενογλυκόλη, πεντυλενογλυκόλη και εξυλενογλυκόλη. Οι αρωματικές ουσίες ή τα μείγματα αρωματικών ουσιών αναφέρονται συχνά στον τομέα των καλλυντικών ως «αρωματικοί παράγοντες» ή «αρωματικά έλαια» ή «έλαια αρωμάτων». Στα καλλυντικά προϊόντα δηλώνονται με την ονομασία INCI «PARFUM». Πρόκειται για μη αραιωμένες μεμονωμένες ουσίες ή μείγματα αυτών που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες ή μπορούν να παραχθούν (ημι-) συνθετικά. Αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή αρωμάτων και κολωνιών (eau de parfum, eau de toilette, eau de cologne) και άλλων αρωματισμένων καλλυντικών προϊόντων. Η μέση περιεκτικότητα των αρωματικών ουσιών στο άρωμα ανέρχεται σε 15-30 %, στο eau de parfum σε 10-14 %, σε eau de toilette σε 6-9 %, σε eau de cologne σε 3-5 % όπως και σε κρέμες δέρματος, σαμπουάν, σπρέι για τα μαλλιά και αποσμητικά έως περίπου 0,2-1 % και περίπου 1-3 % στα αποσμητικά στικ. Τα αρωματικά έλαια περιλαμβάνουν αιθέρια έλαια, ρητινοειδή και απόλυτα έλαια. Οι πρώτες ύλες είναι, μεταξύ άλλων, λουλούδια, φύλλα και μίσχοι, φρούτα και φλούδες φρούτων ή ρίζες φυτών∙ ξύλα, χόρτα ή βότανα, βελόνες, ρητίνες και βάλσαμα. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται μόνο ενώσεις που απομονώνονται από φυσικά προϊόντα όπως αλδεΰδες, κετόνες, εστέρες, αλκοόλες κ.λπ. (γερανιόλη, κιτρονελλάλη, κιτράλη, ευγενόλη, μενθόλη) καθώς και ημι-συνθετικά (σιτρονελόλη, οξικός γερανυλεστέρας, ζονόνη) και συνθετικές οσμές ( π.χ. φαινυλαιθυλική αλκοόλη και λιναλοόλη). Οσμές ζωικής προέλευσης όπως ο μόσχος και η άμβρα χρησιμοποιούνται σπάνια μόνο.
Ανήκει στις παρακάτω ομάδες συστατικών
Ρυθμίζοντας τα Καλλυντικά
Τα συστατικά των καλλυντικών προϊόντων υπόκεινται σε κανονισμούς. Παρακαλώ σημειώστε ότι ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανονισμοί για τα συστατικά των καλλυντικών σε χώρες εκτός της ΕΕ.