Συστατικό
BENZYL ALCOHOL
Όνομα / περιγραφή
Βενζυλική αλκοόλη
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
ΑΡΩΜΑΤΙΣΤΙΚΟ ΜΕΣΟ
Μέρος αρωματικών ελαίων και/ή μέσων γεύσης
ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Διαλύει άλλες ουσίες
ΜΕΣΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΙΞΩΔΟΥΣ
Αυξάνει ή μειώνει το ιξώδες των καλλυντικών προϊόντων
ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟ
Προστατεύει τα καλλυντικά προϊόντα από τη μικροβιακή αλλοίωση
Προέλευση
συνθετικό/φυτικό
Χρήση στα καλλυντικά
Αρώματα, κολώνιες, προϊόντα μετά το ξύρισμα, διάφορα αρωματισμένα καλλυντικά
Χρήση σε άλλα προϊόντα
Φαρμακευτικά και ιατροτεχνολογικά προϊόντα, είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, ζελατίνη, λικέρ, προϊόντα αφαίρεσης χρωμάτων, επιταχυντές εμφάνισης φωτογραφιών, ανθρακόχαρτο, σέλακ, μελάνι
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Ως άρωμα και αρωματική σύνθεση, η βενζυλική αλκοόλη είναι ένα φυσικό συστατικό πολλών αιθέριων ελαίων λουλουδιών, πιο συγκεκριμένα αρωματικών φυτών όπως το υλάνγκ-υλάνγκ, η τουμπερόζα, το γιασεμί και ο χείρανθος. Η βενζυλική αλκοόλη υπάρχει επίσης στο γνήσιο έλαιο τριαντάφυλλου, στα απόλυτα έλαια (absolutes) από άνθη υάκινθου και κασσίας καθώς και στο άρωμα της ψευδο-ακακίας ροβίνιας. Η βενζυλική αλκοόλη περιέχεται επίσης σε διάφορα αρωματικά βάλσαμα (βάλσαμο Περού, βάλσαμο Τολού, στύρακα). Δηλωτέα αρωματική ουσία σύμφωνα με το Άρθρο 19 Παρ. 1ζ του Κανονισμού περί Καλλυντικών Προϊόντων της ΕΕ. Οι αρωματικές ουσίες ή τα μείγματα αρωματικών ουσιών αναφέρονται συχνά στον τομέα των καλλυντικών ως «αρωματικοί παράγοντες» ή «αρωματικά έλαια» ή «έλαια αρωμάτων». Στα καλλυντικά προϊόντα δηλώνονται με την ονομασία INCI «PARFUM». Πρόκειται για μη αραιωμένες μεμονωμένες ουσίες ή μείγματα αυτών που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες ή μπορούν να παραχθούν (ημι-) συνθετικά. Αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή αρωμάτων και κολωνιών (eau de parfum, eau de toilette, eau de cologne) και άλλων αρωματισμένων καλλυντικών προϊόντων. Η μέση περιεκτικότητα των αρωματικών ουσιών στο άρωμα ανέρχεται σε 15-30 %, στο eau de parfum σε 10-14 %, σε eau de toilette σε 6-9 %, σε eau de cologne σε 3-5 % όπως και σε κρέμες δέρματος, σαμπουάν, σπρέι για τα μαλλιά και αποσμητικά έως περίπου 0,2-1 % και περίπου 1-3 % στα αποσμητικά στικ. Τα αρωματικά έλαια περιλαμβάνουν αιθέρια έλαια, ρητινοειδή και απόλυτα έλαια. Οι πρώτες ύλες είναι, μεταξύ άλλων, λουλούδια, φύλλα και μίσχοι, φρούτα και φλούδες φρούτων ή ρίζες φυτών∙ ξύλα, χόρτα ή βότανα, βελόνες, ρητίνες και βάλσαμα. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται μόνο ενώσεις που απομονώνονται από φυσικά προϊόντα όπως αλδεΰδες, κετόνες, εστέρες, αλκοόλες κ.λπ. (γερανιόλη, κιτρονελλάλη, κιτράλη, ευγενόλη, μενθόλη) καθώς και ημι-συνθετικά (σιτρονελόλη, οξικός γερανυλεστέρας, ζονόνη) και συνθετικές οσμές ( π.χ. φαινυλαιθυλική αλκοόλη και λιναλοόλη). Οσμές ζωικής προέλευσης όπως ο μόσχος και η άμβρα χρησιμοποιούνται σπάνια μόνο. Τα συντηρητικά προστατεύουν τα καλλυντικά προϊόντα από τη μικροβιακή αλλοίωση και, επομένως, συμβάλλουν σημαντικά στην υγεία των καταναλωτών. Τα συντηρητικά είναι ιδιαίτερα απαραίτητα εάν ένα καλλυντικό προϊόν περιέχει νερό, επειδή οι μικροοργανισμοί μπορούν να δημιουργήσουν αποικίες και να πολλαπλασιαστούν σε ένα υδατικό περιβάλλον (που περιέχει νερό). Τα καλλυντικά συχνά περιέχουν περισσότερες από μία συντηρητικές ουσίες και αυτά τα συστήματα συντήρησης δρουν ταυτόχρονα ενάντια σε διαφορετικά βακτήρια, μύκητες ή μούχλες. Κάθε μία από αυτές τις ουσίες έχει ελεγχθεί διεξοδικά και αξιολογηθεί ως προς την ασφάλεια (μεμονωμένα και σε συνδυασμό). Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούν πάντα μόνο τη χαμηλότερη δυνατή αποτελεσματική συγκέντρωση σε ένα προϊόν, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η βέλτιστη διάρκεια ζωής και η ασφαλής εφαρμογή.
Πληροφορίες για την ασφαλή χρήση
Λόγω της αλλεργιογόνου λειτουργίας τους, αυτές οι 26 μεμονωμένες αρωματικές ουσίες θα πρέπει να αναγράφονται στην ΕΕ στις συσκευασίες των καλλυντικών προϊόντων ξεχωριστά. Αυτές είναι: α-ισομεθυλιονόνη, αμυλκινναμάλη, αμυλκινναμυλική αλκοόλη, οινόπνευμα γλυκάνισου, βενζυλική αλκοόλη, βενζοϊκός βενζυλεστέρας, κινναμικός βενζυλεστέρας, σαλικυλικός βενζυλεστέρας, βουτυλοφαινυλομεθυλοπροπιονάλη, κινναμάλη, κινναμυλική αλκοόλη, κιτράλη, σιτρονελλόλη, κουμαρίνη, ευγενόλη, εκχύλισμα λειχήνας της βρυός (Evernia furfuracea), εκχύλισμα από βρύα βελανιδιάς (Evernia prunastri), φαρνεσόλη, γερανιόλη, εξυλοκινναμάλη, υδροξυκιτρονελλάλη, υδροξυϊσοεξυλ 3-κυκλοεξενο καρβοξαλδεΰδη, ισοευγενόλη, λιμονένιο, λιναλοόλη και 2-οκτινοϊκός μεθυλεστέρας. Η επισήμανση αυτών των ουσιών βοηθά όσους εμφανίζουν αλλεργία και γνωρίζουν ότι αντιδρούν αλλεργικά σε μία ή περισσότερες από αυτές τις ουσίες, να αποφεύγουν τα προϊόντα. Σύμφωνα με μια μεγάλη ευρωπαϊκή μελέτη, περίπου το 2% του πληθυσμού πάσχει από αλλεργία εξ επαφής σε τουλάχιστον μια αρωματική ουσία, ενώ οι γυναίκες παρουσιάζουν διπλάσια ευαισθησία σε σύγκριση με τους άνδρες. Εάν υπάρχει αρχική υποψία αλλεργίας σε κάποια αρωματική ουσία, ο αλλεργιολόγος μπορεί να πραγματοποιήσει μια επιδερματική δοκιμασία με δύο τυποποιημένες σειρές αρωματικών ουσιών (τα λεγόμενα μείγματα αρωματικών ουσιών 1 και 2). Τα ύποπτα αλλεργιογόνα τοποθετούνται για δύο ημέρες σε μικρές κοιλότητες με ένα επίθεμα στο δέρμα της πλάτης. Παρατηρείται αν στο σημείο της δοκιμασίας αναπτύσσεται αντίδραση με κοκκίνισμα και φλεγμονή του δέρματος, δηλαδή έκζεμα. Οι δύο σειρές δοκιμασίας αλλεργιογόνων αρωματικών ουσιών επιτρέπουν την ταυτοποίηση μιας γενικής ευαισθητοποίησης στις αρωματικές ουσίες στο 70 έως 80 % των περιπτώσεων. Λόγω της εν μέρει πολύ χαμηλής συγκέντρωσης των μεμονωμένων αρωματικών ουσιών στα καλλυντικά, το κατώτατο όριο συγκέντρωσης για την πρόκληση αντίδρασης αλλεργίας εξ επαφής μιας ουσίας έναντι της οποίας υπάρχει ευαισθητοποίηση σε πολλές περιπτώσεις δεν επιτυγχάνεται υπό τις συνθήκες εφαρμογής, ιδίως για τα εκπλενόμενα προϊόντα μετά τη χρήση (τα λεγόμενα προϊόντα rinse-off). Σε περίπτωση θετικής αντίδρασης στη δοκιμασία σε ένα μείγμα αρωματικών ουσιών απαιτείται οπωσδήποτε επανέλεγχος των μεμονωμένων συστατικών του μείγματος. Μόνο έτσι είναι δυνατόν να ταυτοποιηθούν με ακρίβεια οι ουσίες στις οποίες το άτομο παρουσιάζει αλλεργία. Αυτή η ουσία είναι εγκεκριμένη ρητά και/ή υπόκειται σε περιορισμό ως αποτέλεσμα μιας καταχώρισης στο Παράρτημα III του Κανονισμού ΕΚ για τα Καλλυντικά μετά από αξιολόγηση από την Επιστημονική Επιτροπή για την Ασφάλεια των Καταναλωτών της Επιτροπής της ΕΕ (SCCS). Οι περιορισμοί μπορεί να αφορούν π.χ. τα κριτήρια καθαρότητας, τη μέγιστη συγκέντρωση ή τον περιορισμό σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων. Με την επιφύλαξη των όρων που ενδεχομένως επιβάλλονται στο Παράρτημα III, η χρήση αυτής της ουσίας σε καλλυντικά προϊόντα είναι ασφαλής. Σύμφωνα με τον Κανονισμό για τα Καλλυντικά της ΕΚ (Κανονισμός (ΕΚ) Αρ. 1223/2009), ο οποίος ισχύει για ολόκληρη την αγορά της ΕΕ, ως συντηρητικά νοούνται ουσίες που σκοπό έχουν αποκλειστικά ή κυρίως να αναστέλλουν την ανάπτυξη μικροοργανισμών στο καλλυντικό προϊόν. Το παράρτημα V του Κανονισμού ορίζει τις ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συντηρητικά στα καλλυντικά προϊόντα. Σε αυτή τη λεγόμενη θετική λίστα συντηρητικών, ορίζονται οι μέγιστες συγκεντρώσεις για τη χρήση αυτών των ουσιών στα καλλυντικά προϊόντα, καθώς και οι επιτρεπόμενες χρήσεις. Τα συντηρητικά εξετάζονται ως προς την τοξικολογική τους ασφάλεια πριν από την έγκρισή τους στο Παράρτημα V και υποβάλλονται σε εκτεταμένες δοκιμασίες. Οι κατασκευαστές θα πρέπει να αποδείξουν την ασφάλεια για την υγεία σε εκτενείς επιστημονικές μελέτες.
Επιπλέον πληροφορίες
Για τη διευκρίνιση, εάν υπάρχει υποψία για αλλεργία εξ επαφής, αυτή η ουσία μπορεί να ελεγχθεί με μια τυπική επιδερμική δοκιμασία στον δερματολόγο.
Ανήκει στις παρακάτω ομάδες συστατικών
Ρυθμίζοντας τα Καλλυντικά
Τα συστατικά των καλλυντικών προϊόντων υπόκεινται σε κανονισμούς. Παρακαλώ σημειώστε ότι ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί κανονισμοί για τα συστατικά των καλλυντικών σε χώρες εκτός της ΕΕ.