Συστατικό
BISABOLOL
Όνομα / περιγραφή
α-Βισαβολόλη, (R)-6-Μεθυλ-2-((R)-4-μεθυλοκυκλοεξ-3-ενυλ)επτ-5-εν-2-όλη
Δράση (-εις) του συστατικού στα καλλυντικά προϊόντα
ΑΡΩΜΑΤΙΚΟ
Ενισχύει την οσμή ενός προϊόντος και/ή αρωματίζει την επιδερμίδα
ΚΑΤΑΠΡΑΫΝΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
Ανακουφίζει από τη δυσφορία στην επιδερμίδα και το τριχωτό της κεφαλής (π.χ. φαγούρα)
ΜΑΛΑΚΤΙΚΟ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Διατηρεί την επιδερμίδα σε καλή κατάσταση
Προέλευση
συνθετικό/φυτικό
Χρήση στα καλλυντικά
Υγρά σαπούνια, αφρόλουτρα, αντηλιακά, προϊόντα για μετά τον ήλιο και προϊόντα μετά το ξύρισμα, καλλυντικά για την περιποίηση του ερεθισμένου ή ευαίσθητου δέρματος, προϊόντα στοματικής φροντίδας.
Άλλες πληροφορίες για τη χρήση στα καλλυντικά
Η βισαβολόλη είναι (μαζί με άλλες ουσίες) ένα σημαντικό συστατικό του αιθέριου ελαίου του χαμομηλιού, που είναι ένα από τα πιο γνωστά ιατρικά φυτά εδώ και αιώνες. Η βισαβολόλη είναι ένα σεσκιτερπένιο∙ έχει διακεκριμένες αντιφλεγμονώδεις και ιδιότητες καταπράυνσης και ενδυνάμωσης του δέρματος. Οι αρωματικές ουσίες ή τα μείγματα αρωματικών ουσιών αναφέρονται συχνά στον τομέα των καλλυντικών ως «αρωματικοί παράγοντες» ή «αρωματικά έλαια» ή «έλαια αρωμάτων». Στα καλλυντικά προϊόντα δηλώνονται με την ονομασία INCI «PARFUM». Πρόκειται για μη αραιωμένες μεμονωμένες ουσίες ή μείγματα αυτών που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες ή μπορούν να παραχθούν (ημι-) συνθετικά. Αποτελούν πρώτες ύλες για την παραγωγή αρωμάτων και κολωνιών (eau de parfum, eau de toilette, eau de cologne) και άλλων αρωματισμένων καλλυντικών προϊόντων. Η μέση περιεκτικότητα των αρωματικών ουσιών στο άρωμα ανέρχεται σε 15-30 %, στο eau de parfum σε 10-14 %, σε eau de toilette σε 6-9 %, σε eau de cologne σε 3-5 % όπως και σε κρέμες δέρματος, σαμπουάν, σπρέι για τα μαλλιά και αποσμητικά έως περίπου 0,2-1 % και περίπου 1-3 % στα αποσμητικά στικ. Τα αρωματικά έλαια περιλαμβάνουν αιθέρια έλαια, ρητινοειδή και απόλυτα έλαια. Οι πρώτες ύλες είναι, μεταξύ άλλων, λουλούδια, φύλλα και μίσχοι, φρούτα και φλούδες φρούτων ή ρίζες φυτών∙ ξύλα, χόρτα ή βότανα, βελόνες, ρητίνες και βάλσαμα. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται μόνο ενώσεις που απομονώνονται από φυσικά προϊόντα όπως αλδεΰδες, κετόνες, εστέρες, αλκοόλες κ.λπ. (γερανιόλη, κιτρονελλάλη, κιτράλη, ευγενόλη, μενθόλη) καθώς και ημι-συνθετικά (σιτρονελόλη, οξικός γερανυλεστέρας, ζονόνη) και συνθετικές οσμές ( π.χ. φαινυλαιθυλική αλκοόλη και λιναλοόλη). Οσμές ζωικής προέλευσης όπως ο μόσχος και η άμβρα χρησιμοποιούνται σπάνια μόνο.